χιμετλον

χιμετλον
    χίμετλον
    τό обмороженное место Arph.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "χιμετλον" в других словарях:

  • χίμετλον — chilblain neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιμέτλοις — χίμετλον chilblain neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιμέτλων — χίμετλον chilblain neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χίμετλα — χίμετλον chilblain neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χίμετλο — και χείμετλο, το / χίμετλον, ΝΜΑ, και χείμεθλον Μ, και χείμετλον και χίμεθλον Α συν. στον πληθ. τα χίμετλα και χείμετλα ιατρ. δερματοπάθεια οφειλόμενη στην τοπική δράση τού ψύχους επί τού δέρματος, που εμφανίζεται την ψυχρή περίοδο τού χρόνου,… …   Dictionary of Greek

  • χίμεθλον — τὸ, Α βλ. χίμετλον …   Dictionary of Greek

  • χειμώνας — ο / χειμών, ῶνος, ΝΜΑ 1. (αστρον. μετεωρ.) η ψυχρότερη εποχή τού έτους, η οποία ακολουθεί την εποχή τού φθινοπώρου και προηγείται τής εποχής τής άνοιξης 2. (κατ επέκτ.) πολύ ψυχρός, θυελλώδης καιρός, βαρυχειμωνιά 3. μτφ. τα γηρατειά αρχ. 1. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • χιμέτλη — και χιμέθλη και χειμέτλη και χειμέθλη, ἡ, Α χίμετλο, χιονίστρα («εἱλκωμένας χιμέτλας καὶ πυρίκαυτα ἐπαλειφόμενον ὠφελεῖν», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τής λ. χίμετλον, με αλλαγή γένους κατά τα θηλ.] …   Dictionary of Greek

  • χιμετλιώ — και χειμετλιῶ, άω, Α [χίμετλον/ χιμέτλη] έχω χίμετλα, χιονίστρες …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»